ἀδελφικῆς

ἀδελφικῆς
ἀδελφικός
brotherly
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • братеньскыи — (1*) пр. к братеникъ: призвавъша же И˫акова ||=Исава и помольшасѩ има... и закленъша има миръ имѣти въ себѣ братеньскоѥ собьство (ἀδελφικῆς) ГА XIII XIV, 59б в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • ηθείος — ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, α, ον (Α) [ήθος] 1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῑοι οι πιστοί φίλοι …   Dictionary of Greek

  • πολυτόξευτος — ον, Μ αυτός που πληγώνει πολύ («τὴν... πολυτόξευτον τῆς ἀδελφικῆς πληθύος ἐπίπληξιν», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τοξεύω] …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιγένεια εν Ταύροις — Τραγωδία του Ευριπίδη, συνέχεια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, που διδάχθηκε ωστόσο πριν από αυτή (414; π.Χ.). Πραγματεύεται το προσφιλές στην ελληνική αρχαιότητα θέμα της σωτηρίας δύο ανθρώπων που τους συνδέουν συγγενικοί δεσμοί, υπό αντίξοες… …   Dictionary of Greek

  • Φράνκο, Ιβάν — (1856 – 1917). Ουκρανός συγγραφέας και δημοσιολόγος. Ήταν γιος αγρότη σιδηρουργού, που επιθυμούσε να προσφέρει στον γιο του εξαίρετη μόρφωση. Ο Φ. σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λβοφ και μετεκπαιδεύτηκε στης Βιέννης. Ως συγγραφέας θεωρείται… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”